εκατοχρονίτης

εκατοχρονίτης
ο , εκατοχρονίτισσα η столетний старик; столетняя старуха

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκατοχρονίτης" в других словарях:

  • εκατοχρονίτης — ο (θηλ. εκατοχρονίτισσα και εκατοχρονίτρα, ουδ. εκατοχρονίτικο) 1. αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων, ο εκατοντούτης 2. ο πολύ ηλικιωμένος …   Dictionary of Greek

  • εκατοχρονίτης, -ισσα — ικο 1. που έχει ηλικία εκατό ετών. 2. που πλησιάζει ή ξεπερνάει τα εκατό έτη ηλικίας, ο πολύ γέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκατοχρονίτικος — η, ο εκατοχρονίτης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»